περιβρύχιον

περιβρύχιον
περιβρύχιος
engulfing
masc acc sg
περιβρύχιος
engulfing
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • περιβρύχιος — ον, Α 1. αυτός που περιβάλλεται τελείως από τα κύματα 2. φρ. «περιβρύχιον οἶδμα» το κύμα που σκεπάζει κάποιον ή κάτι από παντού. [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. βρύχιος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”